φιμώνω

φιμώνω
φιμῶ, -όω, ΝΜΑ [φιμός]
(σχετικά με ζώο) βάζω φίμωτρο
νεοελλ.
1. κλείνω το στόμα κάποιου με το χέρι μου ή με άλλο μέσο, για να τόν εμποδίσω να φωνάξει
2. μτφ. στερώ την ελευθερία τού λόγου («ο Τύπος φιμώθηκε από το καθεστώς τής δικτατορίας»)
3. φρ. «φιμώνω το σχοινί»
ναυτ. δένω την άκρη τού σχοινιού με σπάγγο για να μην ξεφτίσει
μσν.-αρχ.
υποτάσσω, δαμάζω («φιμώσωμεν τῆς ἑαυτῶν σαρκὸς τὸ φρόνημα», Μάρκ. Ερ.)
αρχ.
1. κατασιγάζω, αποστομώνω
2. παθ. φιμοῡμαι, -όομαι
μένω σιωπηλός, σιωπώ
3. φρ. «φιμοῡμαι πρός τι» — κρατώ το στόμα μου κλειστό για κάτι, δεν λέω κάτι (Σέξτ. Εμπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιμώνω — φιμώνω, φίμωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιμώνω — φίμωσα, φιμώθηκα, φιμωμένος 1. βάζω φίμωτρο στο στόμα ζώου, κλείνω με φίμωτρο: Το σκυλί δαγκώνει, γι΄ αυτό είναι φιμωμένο. 2. φράζω το στόμα κάποιου με το χέρι ή με κομμάτι υφάσματος κτλ., για να τον εμποδίσω να φωνάξει: Τον φίμωσαν, τον έδεσαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαποφιμώ — όω, Α 1. φιμώνω προηγουμένως 2. μτφ. κάνω κάποιον να σωπάσει εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποφιμῶ «φιμώνω, αποστομώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αποφιμώ — ἀποφιμῶ ( όω) (Α) φιμώνω, αποστομώνω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • επιστομίζω — και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) [επίστομα] νεοελλ. 1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα 2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα 3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τόν εμποδίζω αρχ. μσν. 1. φιμώνω, τοποθετώ… …   Dictionary of Greek

  • επιστομώ — ἐπιστομῶ, όω (Α) [επίστομος] φιμώνω …   Dictionary of Greek

  • καταφιμώ — καταφιμῶ, όω (Α) (επιτ. τ. τού φιμώ*) κλείνω το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φιμῶ «φιμώνω, κλείνω»] …   Dictionary of Greek

  • κημώ — κημῶ, όω (Α) [κημός] 1. βάζω φίμωτρο, φιμώνω άλογο 2. εφοδιάζω με καπίστρι …   Dictionary of Greek

  • κουρκουμώνω — (Μ) [κούρκουμον] φιμώνω …   Dictionary of Greek

  • περιφιμώ — όω, Α κλείνω τελείως, καπακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιμῶ «φιμώνω, κλείνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”